νοικοκυρόσπιτο

νοικοκυρόσπιτο
το
σπίτι καθαρό, φροντισμένο, πλούσιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νοικοκυρόσπιτο — το σπίτι νοικοκυραίων, νοικοκυρεμένο σπίτι …   Dictionary of Greek

  • νοικοκυροπούλα — η αυτή που προέρχεται από νοικοκυρόσπιτο, νοικοκυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοικοκυρά + υποκορ. κατάλ. πούλα] …   Dictionary of Greek

  • νοικοκυρόπαιδο — το 1. παιδί από νοικοκυρόσπιτο 2. τακτικό και φρόνιμο παιδί, νοικοκυρεμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοικοκύρης + παιδί] …   Dictionary of Greek

  • νοικοκυρόπαιδο — το 1. παιδί από νοικοκυρόσπιτο. 2. ταχτικό, συνετό παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”